- ἀλλογενεῖς
- ἀλλογενήςof another racemasc/fem acc plἀλλογενήςof another racemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυνέχω — ἐπισυνέχω (Α) [συνέχω] παίρνω, κρατώ («τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπισυνέχοντας γυναῑκας ἀλλογενεῑς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
φιλαλλογενής — ές, Α αυτός που αγαπά τους αλλογενείς, τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀλλογενής «αλλόφυλος, ξένος»] … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
АРХОНТИКИ — [греч. ἀρχοντικοί, от ἄρχων правитель, начальник], гностическая секта, получившая свое название от учения о 7 архонтах, повелителях 7 небесных сфер. Основные сведения о них содержатся у свт. Епифания Кипрского (Adv. haer. 40. 2) и др. в зависящих … Православная энциклопедия